νεμειαίος

νεμειαίος
νεμειαῑος, -αία, -ον (Α)
βλ. νέμειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νεμειαῖος — Νέμειος wooded district masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμειος — νέμειος, εία, ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, αία, ον) [Νεμέα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή τής Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος προσωνυμία τού Διός 3. (το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”